σερβιτόρος

σερβιτόρος
[сэрвиторос] ουσ. а официант.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σερβιτόρος" в других словарях:

  • σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαρσόν — και γκαρσόνι, το υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου κ.λπ., σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garcon «αγόρι»] …   Dictionary of Greek

  • δωρόδειπνος — δωρόδειπνος, ο (Α) αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το δείπνο, ο σερβιτόρος …   Dictionary of Greek

  • μπάρμαν — ο άκλ. 1. υπάλληλος μπαρ ο οποίος ασχολείται κυρίως με την παρασκευή κοκτέιλ 2. σερβιτόρος σε μπαρ 3. ιδιοκτήτης μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barman] …   Dictionary of Greek

  • στρούκτωρ — ωρος, ὁ, ΜΑ σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. structor «τραπεζοκόμος»] …   Dictionary of Greek

  • Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • γκαρσόνι — το (λ. γαλλ.), ο σερβιτόρος: Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σερβίτσιο — το (λ. ιταλ.), σύνολο επιτραπέζιων σκευών: Σερβίτσιο του καφέ. –Ο σερβιτόρος δεν έφερε σερβίτσια για όλους μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζοκόμος — ο αυτός που υπηρετεί αυτούς που τρώνε σε γεύμα, τραπεζιέρης, σερβιτόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»